Новогреческий словарь
αχίλλειος
αχίλλει|ος
ахиллесов
;
===
~ πτέρνα — ахиллесова пята
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ахиллесов
? —
αχίλλειος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αχίλλειος
? — ахиллесов
#
(ново)греческий словарь
—
διερεθίζω
—
αδιόρατος
—
αποδιωγμός
—
κατηγορητικός
—
αναχασμώμαι
—
κητέλαιον
—
Φωτεινούλα
—
αλλόχθων
—
μπουρνέλα
—
σκυλοτρώγομαι
—
ανδρίζω
—
δαμαλισμός
—
σώζω
—
διαφωτιστικός
—
ερημόκκλησο
—
ανυπομόνητος
—
εντοιχισμός
—
διακεκριμένος
—
διαγυρίζω
—
πεδούκλα
—
αναδημοσιευμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве