|
тихо, плавно скользить по воде (о парусном судне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавно скользить по воде? — γλυκαρμενίζω как с (ново)греческого переводится слово γλυκαρμενίζω? — плавно скользить по воде — υφιστάμενος — βρολβλός — σπανακόπιττα — παρλαπίπας — συγκαμένος — ρινικός — λιαστός — αγαλιανός — λεπτουργείο — κατάπληξη — ρόδιος — πασπατεύω — χαλβαδιάζω — περίτριμμα — έκπτωση — προξενιά — μεμβρανώδης — συμβολαιογραφικός — λίνον — αδενοειδής — επιβραβεύω |
|||