|
хоровой; ~ όμιλος — хоровой кружок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хоровой? — χορωδιακός как с (ново)греческого переводится слово χορωδιακός? — хоровой — παφλάζων — κλινική — εργόμετρον — σαρμάς — εννιάρι — βαναδικός — εκπολιτισμός — μπριάμι — σελήνιο — συνταντικό — κομπασμός — γλωσσεύω — νεροπρίονο — ομολογουμένως — ινδιάνικος — τρίβομαι — εξελικτικός — προτεραιότητα — καυλός — κουτσοδόντης — παρασιτώ |
|||