|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπανιάρω? — — ερμητικότητα — αεροειδής — νυχτομαθημένος — στρατεύομαι — αμάθητος — κατασταλαχτή — μπουγατσατζίδικο — κύβος — επαναστάτρια — αναβολεύς — βαποριά — πηγαδάκι — ασύνδετος — αναχρονίζομαι — κρεατοσάνίς — ράπισμα — παραδεισιακά — γαλακτίας — οικτρός — μαγκούφης — εποχή |
|||