|
το (γεν. μπογιού, мн.ч. μπόγια) рост, высота; πρώτο ~ — очень высокого роста; μικρό ~ — маленького роста; τό παιδί ρίχνει ~ — [phrase]ребёнок растёт[/phrase]; τό νερό έχει δυό μπόγια βάθος — [phrase]здесь глубина в два человеческих роста[/phrase]; δέ ντρέπεσαι τό ~ σου — [phrase]такой большой, и тебе не стыдно![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рост? — μπόϊ как на (ново)греческом будет слово высота? — μπόϊ как с (ново)греческого переводится слово μπόϊ? — рост, высота — ημικύκλιος — πραγματεία — εξοδικός — αχάλαστος — ανθολόγημα — αναθεμελίωση — αβυσσοπελάγιος — τρισύλλαβος — ελαφροπαίρνω — εκλαμπρότατος — εγγλέζα — στρίγγλος — σύγκερος — ξιφολόγχη — εκκαμίνευση — φοινικόπτερος — μαυρόκοτα — τσιμπούρι — κοντόμαλλο — βιταμίνη — καγκελλώνω |
|||