Новогреческий словарь
ακήρυχτος
ακήρυχτ|ος
необъявленный
;
~ πόλεμος — война(__,__) начатая без объявления
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
необъявленный
? —
ακήρυχτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακήρυχτος
? — необъявленный
#
(ново)греческий словарь
—
αιμοπλαστικός
—
στιχομανία
—
ανεμίζω
—
διαχωριστικός
—
περιοδεύων
—
πιάτο
—
γαλακτοπαραγωγή
—
αυτοανάλυση
—
καταρράκωσις
—
ψαρωτικός
—
ηλιόλουτρο
—
ασφυκτικά
—
παραστέγοσμα
—
λέμφωμα
—
ανάδετος
—
μεταλλουργική
—
πανδαιμόνιο
—
καταβάλλω
—
αποκωδικοποιητής
—
εκγράφω
—
ιπποδρομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве