|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μικροκομματικός? — — μόδα — βιοτεχνικος — κακόγουστα — παραγγελία — πρωτοπόρος — άσφαγος — τόκα — κούρκος — ολίγος — υπογράφομαι — προκαρυωτικά — ηλίθιος — αναβραστός — ψιλοκανωμένος — διάμεσος — διττογραφία — μηχανοκρατία — δίκιο — μέλω — ποδηλάτισσα — τουφωτός |
|||