Новогреческий словарь
κηροειδής
κηροειδής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κηροειδής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακωμώδητος
—
κυριακάτικος
—
φασματογράφος
—
συμφοιτητής
—
ιερέας
—
δρομίτικος
—
χορεία
—
μαγκούρα
—
επίατρος
—
είνε
—
πολεμίζω
—
πλεύσιμος
—
εναπομένω
—
παραμερίζω
—
Νοέμβριος
—
καταδικάσιμος
—
συρίγγιο
—
παραξαπλώνω
—
διαγωνιστής
—
θεληματάρης
—
πυροσβεστική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве