|
η пассажирка; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пассажирка? — επιβάτρια как с (ново)греческого переводится слово επιβάτρια? — пассажирка — εκδρομέας — αγκαθωτός — χρονολογικός — ζοφός — κατακόκκινος — φεγγαριάζομαι — ραμολί — χαλεπώς — δεφτέρι — διπλοθεμελιώνω — ηλεκτροενέργεια — μουστακοδέτης — πλέριος — κατραπακιάζω — βιόσφαιρα — φραχτό — επιξέω — συνεργατικός — αισθητός — φινέστρα — καντάρι |
|||