|
: ως ~ — около, приблизительно, почти #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγγιστα? — — λιμπίζομαι — διαδηλώτρια — δανικά — μπουζουξής — ανταμώνω — αιματοκύλιστος — απογυρίδα — εφιδρωτικός — βραδύτερον — τριτόκλιτος — μαργαρώδης — περιμαζεύομαι — θαύμα — πατρυιός — ψυχομάχητό — νιχιλιστικός — μαζωχτά — αποξυλιάζω — εγκόσμιος — αντιγραφεύς — μελλοντισμός |
|||