|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανενεργοποιώ? — — επικόλλημα — αφίδρωση — εκσφενδόνιση — συγγενόδι — καταχειροκροτώ — αργυροΰφαντος — πίθος — χιλιοστογραμμάριο — παραδειγματικός — γόγγυσμα — μαστιχη — Ρώσα — αιωρίζω — ούριος — κωλοσούρνομαι — αντιγραφικά — καταδίωξη — ανήσυχος — ασφούγγηχτος — ιεροφάντης — αθέριστος |
|||