|
молочный; ~ό οξύ — молочная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочный? — γαλακτικός как с (ново)греческого переводится слово γαλακτικός? — молочный — νοτιοδυτικώς — λοξοδρόμηση — άρουρα — μαλάρια — μιλλέτι — επισεσυρμένος — αίθριος — λύω — κινητοποίηση — προτινός — υαλόχρους — βλογιοκομμένος — δευτεραίος — παιδιαρίζω — διασώστης — κουλουράκι — αεριοωθούμενος — εμπτυσμός — ξεθύμασμα — ελαιοπολτός — διαπεραστικός |
|||