|
1) нижний; 2) низший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нижний? — αποκατιανός как на (ново)греческом будет слово низший? — αποκατιανός как с (ново)греческого переводится слово αποκατιανός? — нижний, низший — ριψοκίνδυνος — θεραπεύτρια — ασπρογαλάζιος — ακαταγώνιστος — φορτωτής — ευχρηστία — αστρέχα — σχοινοβατικός — ατρίγυρος — απομετρώ — καλαφατικόν — φαλίρισμα — χρυσοπλούμιστος — ασβεστοκονία — μικρουλάκι — βρωμούσα — πολφός — υπερχρονισμός — εκναυλωτής — πατατάλευρο — ασβεστόχριση |
|||