|
(αόρ. επεχάρην) радоваться (чаще плохому); ~ει δια τό ατύχημα μου — [phrase]он рад моему несчастью[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово радоваться? — επιχαίρω как с (ново)греческого переводится слово επιχαίρω? — радоваться — ανθρωπομορφίζω — κωδίκελλος — αραβοσιτέλαιο — οιστρογόνο — αποξηραμένος — πιπεράτος — δυσμενώς — αυτολίπαντος — ύσγινον — νευρασθένεια — βάζο — εμβολιαστικός — μουκαβάς — αμαλαγιά — αναζωογονώ — ξεκαθαρίζω — υπέχω — γκούσια — κεκλεισμένους — λασποτόπι — ελεφαντίαση |
|||