προαιρετικά

формы словаβ
προαιρετικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово προαιρετικά? —


τοκάρωτελατίνιαμμόδρομοςαποικιακόςβοήθημαμουσικοδιδάσκάλισσααιτιατόσίδερογυρεύγωμεταχειρίζομαιλογύδριονσυμπίλησηχειρόμακτρονψυχεράδαρεπανόσουπαφυσερόαρβανιτόπουλοαπείθαρχοςπαρκάρισμαεπιβαρύνωαστερισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit