|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προαιρετικά? — — τοκάρω — τελατίνι — αμμόδρομος — αποικιακός — βοήθημα — μουσικοδιδάσκάλισσα — αιτιατό — σίδερο — γυρεύγω — μεταχειρίζομαι — λογύδριον — συμπίληση — χειρόμακτρον — ψυχεράδα — ρεπανόσουπα — φυσερό — αρβανιτόπουλο — απείθαρχος — παρκάρισμα — επιβαρύνω — αστερισμός |
|||