|
мускулистый; ~εις βραχίονες — мускулистые руки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мускулистый? — μυώδης как с (ново)греческого переводится слово μυώδης? — мускулистый — όμμα — πολυλαλιά — σβάστικα — Αυστριακή — κλωστοϋφαντουργείο — αδιέξοδος — μανταρίστρα — ισλάμ — λυπώ — τέμπο — υγροσχαστικός — φαμελιακός — κορυφάς — αποτινάζω — αποθαρρεύομαι — κλαρωτός — μονόπορτα — χαλκονόμισμα — αβάτευτος — φυτοβένθος — θαλαμωτός |
|||