Новогреческий словарь
μυώδης
μυώδης
мускулистый
;
~εις βραχίονες — мускулистые руки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мускулистый
? —
μυώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυώδης
? — мускулистый
#
(ново)греческий словарь
—
επίσκεψη
—
μονοφάγος
—
διαρρύθμιση
—
εφησυχάζω
—
περίγραπτος
—
οινοποσία
—
σπορεύω
—
δουλοκτητικός
—
ξολοκάρφι
—
μελιτζανής
—
τέταρτος
—
τελματώδης
—
μηχανική
—
κουφετάκι
—
φιλεδάκι
—
βιτριολικός
—
θηροφύλακας
—
αντεπιτίθεμαι
—
σμηνοσεισμοί
—
αμφοτερίζω
—
τρεμούλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве