Новогреческий словарь
αντιπλέκω
αντιπλέκω
расплетать; распускать
(вязанье)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расплетать
? —
αντιπλέκω
как на
(ново)греческом
будет слово
распускать
? —
αντιπλέκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιπλέκω
? — расплетать, распускать
#
(ново)греческий словарь
—
ογδοήκοντα
—
αράθυμος
—
μονοσταυρία
—
εξυάλωσις
—
ανδρωνυμικός
—
χαζοφέρνω
—
γαλακτίζω
—
αντικομματισμός
—
επετεύχθην
—
κυψελίς
—
αλογίκευτος
—
διαγράφω
—
κινησιολογία
—
οροπληροφορικός
—
κτηματομεσιτικός
—
ηλιοβολία
—
Αυστριακός
—
αστηθος
—
αναστέναγμα
—
μαντάτευμα
—
στηθαίο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве