|
семидесятилетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово семидесятилетний? — εβδομηκονταετής как с (ново)греческого переводится слово εβδομηκονταετής? — семидесятилетний — πατητή — σπινθηρογράφημα — αλλοδαπή — πτερύγωμα — ζωνάρι — ιοβόλος — φουντουκής — υδρομηχανική — μπουρδού — παρανοϊκός — διδόμενον — ελευθεριάζων — αβανταδόρισσα — διακορής — πανοραματικός — πλειοψηφών — νεγροειδής — διπλοχέρης — γυρωτριγύρω — μουσειακός — αγροφυσική |
|||