Новогреческий словарь
εγκοπεύς
εγκοπεύς
(-έως) ο
резец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
резец
? —
εγκοπεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκοπεύς
? — резец
#
(ново)греческий словарь
—
ασαλπάριστος
—
όρχιδα
—
θαλάσσωμα
—
μπαγιάτεμα
—
δανείζομαι
—
μελλοντισμός
—
σχισματιά
—
ταραξίας
—
αμάλλιαγος
—
φουρκάδα
—
ξερόβηχας
—
εύρετρα
—
γάιδαρος
—
καυκί
—
μοβόρος
—
υλοζωισμός
—
λοίσθιος
—
μεμπτά
—
κτηνασφάλιση
—
επανειλημμένος
—
ιδιοσυγκρασία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве