|
ο кривой, одноглазый (человек) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кривой? — μονομάτης как на (ново)греческом будет слово одноглазый? — μονομάτης как с (ново)греческого переводится слово μονομάτης? — кривой, одноглазый — ντουζένι — ψαρίλα — παλιό- — καφενείο — αποκέρν — κολυμβήθρα — εναρμόνιση — παγοπωλείο — γλύκυσμα — πολυβασανισμένος — βομβυκοτρόφος — γλυφαίνω — καβαλλικεύομαι — τσακίζω — παρομοίωση — ξεσκέπαστος — ηπιότητα — αρθρογράφημα — γλυκοπατάτα — αγαθοσύνη — παραλαλάω |
|||