|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διυλιστήριο? — — ραβδωτός — ενυπογράφω — αργιλοφόρος — αποδυναμώνω — ορθοποδώ — στραβωμάρα — σβουρίζω — χειραγωγία — εγκυστίωση — ψευδοπαράλυση — λαυριώτης — τοξοθήκη — ψωμάς — φωτοτεχνική — κατακόβω — μπιστοσύνη — ανεγοριά — κυνορεξία — επιδιασκόπιον — προσαγόρευση — λαθρακουστής |
|||