|
το 1) черепица; 2) мн.ч. черепичная крыша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черепица? — κεραμίδι как на (ново)греческом будет слово черепичная крыша? — κεραμίδι как с (ново)греческого переводится слово κεραμίδι? — черепица, черепичная крыша — βυζάρα — δερμοτοπώλης — καμμιά — ανομβρος — κουβέρτα — συμπεριλαμβάνω — διεκπνοή — πραγματώνω — ορισμός — λίρα — μαυρογή — λέπτυνση — κορτάρισμα — αποικοδόμηση — μπακιρώνω — βραχυδιάστα — τετράωρο — υδροβιολογία — αχιόνιστος — ντύσιμο — ιδανικότητα |
|||