Новогреческий словарь
ούρο
ούρο
το (чаще мн.ч.)
моча
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
моча
? —
ούρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ούρο
? — моча
#
(ново)греческий словарь
—
σουλτάνα
—
εξοντωτικός
—
παρατιμονιάζω
—
ρευματισμός
—
απαίδευτος
—
κρανιολόγος
—
οχλοκρατούμαι
—
μετάπλασμα
—
αντιφεμινιστικός
—
αξιόπρεπος
—
στοματοπάθεια
—
αναψυχή
—
μακέττα
—
ασημαντότητα
—
αναρθρος
—
μετριοπαθώς
—
πιοτό
—
αντικανονικός
—
πρόσχαρης
—
κρεατώνομαι
—
χαλκελασματουργείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,