|
влюбчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивый? — ερωτιάρικος как с (ново)греческого переводится слово ερωτιάρικος? — влюбчивый — γαλλομαθής — εκτοκίζω — εξωταξικός — ρινοπλαστική — λαθραία — μικροοργανισμός — ελεώ — σπιτάλιο — περιτείχιση — συναγώι — γαϊδουροκαβαλλαρία — μονόκλ — μηχανοτεχνίτης — προστομίς — πρόωρος — δώρισμα — υπονοώ — ζευλόράμμα — σύλησις — γυαλάκιας — φλεβοσκλήρωση |
|||