|
το находка; открытие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово находка? — εύρημα как на (ново)греческом будет слово открытие? — εύρημα как с (ново)греческого переводится слово εύρημα? — находка, открытие — στραβικός — ευεξία — σμίκρυνση — κοκτέϊλ — αμαυρωτής — υπόδικος — γονάτισμα — εμπορευόμενος — μερακλού — στοιχειοθέτης — μούσκλι — ηλεκτροσόκ — μαγκιώρος — επιμεταλλώνω — σαββατοκύριακο — αυτοβιογραφούμαι — άσωτος — φορτωμένος — χλιδή — σταφυλόξυδο — έμμηνος |
|||