Новогреческий словарь
πυελίτιδα
πυελίτιδα
η мед.
пиелит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пиелит
? —
πυελίτιδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυελίτιδα
? — пиелит
#
(ново)греческий словарь
—
αβαρία
—
πονόκαρδος
—
αντεκδικητικά
—
υψωτής
—
παλληκαρισμός
—
μόδι
—
εγρηγορώ
—
μπαμπέσικα
—
ιδιοτελής
—
καρροτσάκι
—
σκαμνιά
—
ενδορραχιαίος
—
εκστρατεία
—
αιώνια
—
ακτινοσκοπία
—
άγριος
—
κορτάρισμα
—
γκαίνιση
—
αναδεκτή
—
ηλεκτροτεχνικός
—
γυψοπλαστική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве