|
(αόρ. εξελείανα, παθ. αόρ. εξελειάνθην) отшлифовывать, отполировывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отшлифовывать? — εκλειαίνω как на (ново)греческом будет слово отполировывать? — εκλειαίνω как с (ново)греческого переводится слово εκλειαίνω? — отшлифовывать, отполировывать — βουφθαλμία — εντερεγχύτης — υποβορειοανατολικός — καλαισθητική — σπλαχνίζομαι — συμπεριφορά — ανερώτηγος — πειραματικός — κλιμακτήρας — ελπίζω — παραβάνω — τσακισμένος — ανόχλητος — χυμοποίηση — ομπροστά — είπερ — μανωμένος — ανθρωποθάλασσα — ροχθώ — απάγωτος — αλλότυπος |
|||