|
το промокание, вымокание; είμαι (или γίνομαι) ~ — [phrase]я весь мокрый [/phrase] (от дождя, пота) ; === τάκανες ~ — [phrase]ты испортил всё дело[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промокание? — μούσκευμα как на (ново)греческом будет слово вымокание? — μούσκευμα как с (ново)греческого переводится слово μούσκευμα? — промокание, вымокание — οποτεδήποτε — αναπόληση — προξενητής — λαγιδεύς — φθισικός — πνευμονικός — εκχυτήρας — εξουσιοδότηση — καταμετρητής — παιδαγωγός — γλοιβό — λιθοκόλληση — ασυντάρακτος — διαμετρώ — γαστροεντερικός — χρωμοξύλογραφία — κατατοπισμένος — στιχομανία — γιδοβοσκός — καλαισθητική — τσίκνα |
|||