|
косточка (вишни, черешни) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρούλα? — — χρηματόγραφο — διπλοψηφώ — άτομο — κλειδούχος — πώληση — νευρολογικός — διφορούμαι — αμήχανος — βακχικός — φιλοθεάμων — εγκατάστατος — κεφαλαιούχος — ανερώτηγος — διαπυρώνω — ξεγνοιασιά — ξεπορτίζω — φιάσκο — προικιό — ζωοψυχολογία — συμβεβλημένος — λιθανθρακωρυχείο |
|||