|
η шарманка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шарманка? — λατέρνα как с (ново)греческого переводится слово λατέρνα? — шарманка — ευκαλυπτέλαιον — επιμεριστικός — εγκυκλοπαιδικός — εκλαμψία — αυτοεπιβάλλομαι — μιλιούνι — πίβουλος — τροχοπεδητής — μαλλούσα — συρματόβουρτσα — αγριομούρης — ανθρακεύς — γυναικολογικός — αντικλίνω — ακροώμαι — σύγυρο — σμηνίας — γλιτζιάρικος — φορτηγιδοφόρο — μείγμα — νεροκάνατο |
|||