|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρνομάνα? — — σκόπευση — πρωτογένεια — αμαρταίνω — γεννητάτος — προέμβασμα — διαβόητος — εκλαϊκευτικός — διαθρύληση — γυναικώνίτης — εισάγω — Πεντηκοστή — απαζάρευτα — τρύξ — συγκοινωνία — υποδομή — μαγνησία — κοκαλάκι — αναγωγέας — ασιώπητος — ποινή — συμπτωματικός |
|||