Новогреческий словарь
παγοθραυστικό
παγοθραυστικό
το
ледокол
;
ατομικό ~ό — атомный ледокол
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ледокол
? —
παγοθραυστικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
παγοθραυστικό
? — ледокол
#
(ново)греческий словарь
—
γυροτριγύρω
—
προσάρμοση
—
προασφάλιση
—
ψηφολέκτης
—
μικρόν
—
μηλοσαλάτα
—
αποσταθεροποιώ
—
τρικυμιώδης
—
ανελυγκιάζω
—
μπαγιατοπάζαρο
—
ξέσμα
—
αφριά
—
φεγγοβόλος
—
αφρικάνα
—
κουμάσι
—
προσδιορίζω
—
ανταλλακτικός
—
φυλετισμός
—
άθρεπτος
—
διγνωμία
—
μαγαρίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве