|
η веер; опахало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веер? — βεντάγια как на (ново)греческом будет слово опахало? — βεντάγια как с (ново)греческого переводится слово βεντάγια? — веер, опахало — επιβλέπω — ετεροταξία — κισμέτι — επιχωματώνω — σπουδιαίος — ξανθομάλλης — προσθαλασσώνω — περιτραχήλιο — στηθαίο — ζαβάγρα — αλμυρίζω — πέρασμα — επιβίωση — εικονοκλάστης — χαμηλόπρυμος — ακροτελεύτιος — παραξαπλώνω — αφλύκταινος — περιστοιχίζω — κωδωνοστοιχία — ξενερίζω |
|||