|
η мат. номография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово номография? — νομογραφία как с (ново)греческого переводится слово νομογραφία? — номография — πατσιά — πλαγκτό — τηλεμετρία — ξηραγκιανός — σωρείτης — ομοιότυπος — κηπεύω — διπύρηνος — καθίζηση — ανήσυχος — αβεβαίωτος — δρωπικιάζω — κουκουβίζω — δουλικά — αφεντόπουλο — ξεπαγιασμός — κομπανία — χαλαρώνω — ανταποδοτικός — μεταλλογνωσία — γνωστικισμός |
|||