|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αείφυλλος? — — ανοίκειος — ραχάτεμα — οργανογραφία — περι- — οργανοταξία — αδικοβγάλτης — απαλλοτριώνομαι — κανοναρχίζω — αμυλάση — βούληση — ξαραχνιάζω — αντληση — συνωμότισσα — αβολεσιά — αδιάπλαστος — μειονοψηφία — στοπάρω — άγγιμα — ανυπερτίμητος — χοληφόρος — στια |
|||