Новогреческий словарь
μετόπη
μετόπη
η архит.
метопа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
метопа
? —
μετόπη
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετόπη
? — метопа
#
(ново)греческий словарь
—
κουρελιάρισσα
—
εμβρυακός
—
εγγραυλίς
—
αιμοποιητικός
—
ζύγια
—
πλείστος
—
σαυρίδα
—
ξεκαμωμένος
—
εύχομαι
—
έγκαψη
—
παραμονεύω
—
ησυχασμένος
—
εμβρυολόγος
—
εκπλυση
—
ρυόσιμο
—
αριθμητήριο
—
εκασταχού
—
εκφοβισμός
—
ντύμα
—
ακροσύρτης
—
δίδομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,