|
полушелковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушелковый? — μεταξοβάμβακος как с (ново)греческого переводится слово μεταξοβάμβακος? — полушелковый — δυσκόλεμα — εκασταχού — τακούνι — αλογοτροφείο — κορόμηλο — μουσικοσυνθέτις — μοντέρνος — δισκάκι — χρωστήρας — ορμίσκος — προφητεία — εφιάλτης — τυφεκισμός — μαλόκεδρο — αναδοχή — συνοίκηση — ακατάταχτος — ετεροδοξία — πλινθοκεραμοποείο — πυροηλεκτρισμός — καρδάρα |
|||