|
η церк. 1) сан священника; 2) приход #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сан священника? — εφημερία как на (ново)греческом будет слово приход? — εφημερία как с (ново)греческого переводится слово εφημερία? — сан священника, приход — σοβαροποιούμαι — διαβάλλομαι — μελιγγούνι — βύθισμα — εμπάθεια — ριζά — αντίθετα — ακαριαίως — άμυνα — δοκάνι — πυρηνελαιουργείο — προρρηθείς — ποτιστήρι — φλάσκας — λευκόχρυσος — εκζήτηση — ιατροσόφι — απαγίωτος — τουρκολόι — εξάλμισις — φαλίδωμα |
|||