Новогреческий словарь
εφημερία
εφημερία
η церк. 1)
сан священника
;
2)
приход
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сан священника
? —
εφημερία
как на
(ново)греческом
будет слово
приход
? —
εφημερία
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφημερία
? — сан священника, приход
#
(ново)греческий словарь
—
λινόπανο
—
ξανάσασμα
—
πετροκόπος
—
παράδοξος
—
ασπροκόκκινος
—
προγεμένος
—
ιατρόσημο
—
πιτσουνάκι
—
πύρωμα
—
επικεφαλίδα
—
βιβλιεμπόρια
—
μηρυκασμός
—
συμβουλώ
—
κλωστοβιομηχανία
—
ανελέητα
—
ακαμασιά
—
σβηστήρα
—
ποιμνιοβοσκή
—
μητροκτησία
—
θηριωδία
—
παραγοντισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве