|
μετ. : ~ τό ζην — умирать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκμετρώ? — — σακχαρότευτλο — υδροτουρμπίνα — τραβιουμαι — φρεναπάτη — σέρτικος — επιρρέπω — σεμνότητα — πενηντάρικο — αποδιδόμενος — εννεαπλασιάζω — βαράω — γούβα — αχτή — άφραστος — εξαγριώνω — θειαφόφεγγος — γομμαλάστιχα — αφραγκιά — μάργωμα — παλαιοανθρωπολογία — χοντρόπετσος |
|||