|
το стр. лоток (для подачи раствора); δουλεύει ~ — [phrase]он работает на подноске раствора .[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лоток? — πηλοφόρι как с (ново)греческого переводится слово πηλοφόρι? — лоток — ζερνεκαδές — κράτυσμα — αναδοχή — καλοχτίζω — τερατογόνος — γαλακτοθεραπεία — πολλαπλάσια — τράμ — αναχόρταγος — μαλάζω — λευκαντήριο — εκπλήρωση — λεχούσα — εικονικότητα — πτέρινος — γυρογυριά — αμφιάρθρωση — ψί — δικέλλι — διασπαστικός — οφθαλμιώ |
|||