|
το 1) мысль; 2) размышление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мысль? — διανόημα как на (ново)греческом будет слово размышление? — διανόημα как с (ново)греческого переводится слово διανόημα? — мысль, размышление — διαψεύδομαι — κατηχητική — διακονιάρος — απηκριβωμένος — διαπίδυση — σβάρνα — χειρομαντεία — αθυρματοπώλης — παραλληλογράφος — ρουφηχτός — σκληροδερμία — μαννάρα — ξεποδαριασμένος — φουστανελλοφόρος — γυμνασιαρχώ — αμέταλλος — ηδονή — παραβαράω — παράφωνος — υπερωρία — ετοιμόγεννος |
|||