Новогреческий словарь
ενέθηκα
ενέθηκα
αόρ. от ενθέτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενέθηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κατακριτέος
—
μισοάδειος
—
μουσακάς
—
εκτοξευτικός
—
υπόδουλος
—
αναφτερουγιάζω
—
κηπευτικός
—
πυρετώδικα
—
πλευριτώνω
—
αβοτάνιστος
—
ευλαβητικός
—
βερέμης
—
αγγρκρώνω
—
εκσλαυισμός
—
συνημμένα
—
λαγοπόδαρος
—
αβανιάρης
—
αμφιγνωμίο
—
επίπλευση
—
γυναικοφιλία
—
σμαραγδίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве