|
αόρ. от ενθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενέθηκα? — — φεγγαροπρόσωπος — πάπρικα — ανθοστολισμένος — αεροκοπανώ — δευτεριάτικα — άσφακτος — αγγελικάτος — ξευτιλίζομαι — αντιεκρηκτικός — ξεύρω — φυσαλίδα — έξωθεν — βακαλάος — γυψοκονίαμα — διαδρομή — φωτοδιηθητήρας — καπιστρώνω — ερυθροκύτταρον — κηρός — αρτυμή — κατάστηθα |
|||