|
(αόρ. (ε)ξέζωσα, παθ. αόρ. ξεζώστηκα ) распоясывать (кого-что-л.), снимать пояс (с кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распоясывать? — ξεζώνω как на (ново)греческом будет слово снимать пояс? — ξεζώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεζώνω? — распоясывать, снимать пояс — αντεισηγητής — στύππινος — αιθεροβάμων — μαγκεύω — δυναμομεταμόρφωση — λυκάνθρωπος — υποστιγμή — αλληλόδεσμος — ξανακυλάω — σκελίδι — ορεξάτος — βασιλίκι — εκφραστικότητα — ταξιδευτής — καμινεύω — γιοματάρι — τροχιά — δωδεκαήμερος — νεροτσουλήθρα — τρούλλος — ξηγάω |
|||