|
το пилюля; ~α τού βήχα — пилюли от кашля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пилюля? — χάπι как с (ново)греческого переводится слово χάπι? — пилюля — φάρδος — ράμμα — μηδενισμός — εξηντατρίχης — εξαπλώσιμος — προθερμαντήρας — πεταλωτής — αρνιέμαι — παρατηρητέον — νεώτερος — σπαράγγια — αυτοπεποίθηση — σαντάλι — νηματοβαρίδιο — αισχρόλογο — σοροπιαστός — αναγελαστής — μαργελλώνω — οξυγονοκόλληση — σακχαρικός — επιθεωρησιακός |
|||