Новогреческий словарь
προοπτική
προοπτική
η прям., перен.
перспектива
;
ζοφερές ~ές — мрачные перспективы
;
οι πίνακές του υστερούν από απόψεως ~ής — [phrase]его картинам недостаёт перспективы[/phrase]
;
υπάρχει ~ — [phrase]есть перспектива; есть надежда; предвидится возможность[/phrase]
;
μέ τήν ~... — [phrase]с перспективой...[/phrase]
;
χωρίς ~ — бесперспективный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перспектива
? —
προοπτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
προοπτική
? — перспектива
#
(ново)греческий словарь
—
δασονομία
—
ουζοπωλείο
—
αδρασκελίζω
—
γνωστοποίηση
—
στρούμπος
—
χωροστάθμηση
—
λουβιά
—
προκαλώ
—
αφανίζω
—
φεουδαλισμός
—
προσοικενώνω
—
χωρεπίσκοπος
—
ξεχωρίζω
—
αδηφάγος
—
εκτομεύς
—
καπνογόνος
—
μπαξίσι
—
αζιμουθιακός
—
άναυλα
—
παρηγορίητής
—
άμουσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве