|
биол., филос. видовой; ~ή διαφορά — видовое различие; === ~ά στάδια — этапы педагогического процесса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово видовой? — ειδολογικός как с (ново)греческого переводится слово ειδολογικός? — видовой — απόσπερος — ποσάκις — αντρειώνω — φροντιστηριακός — εγκυστίωση — ευχή — αποβλακωμένος — κλωστοϋφαντική — αγελαίος — πευκοφλοιός — αμφιθάλασσος — ψαλιδισμένος — ζλάπι — ιστιοδρομώ — διαλαλώ — αναβάπτισμα — καρμπονάρα — ανασκιρίζω — ενδοστρεφής — αθάνατοι — υπεσχημένος |
|||