|
(αόρ. φρεσκάρισα) 1. прям., перен. освежать; ~ τό πρόσωπο μου — освежить лицо; ~ τό καπέλλο μου — освежить шляпу; 2. свежеть (о погоде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освежать? — φρεσκάρω как на (ново)греческом будет слово свежеть? — φρεσκάρω как с (ново)греческого переводится слово φρεσκάρω? — освежать, свежеть — αρρωστιάρης — λατόμία — συνδιαλλάσσομαι — αστητος — αποπάτημα — επανίδρυσις — στύομαι — φυλλοκάρδι — κατοχικός — ποικιλτική — ξενιτεμένος — ξύπνιος — ευχαριστία — υγρόπισσα — ομοιομορφία — δόγισσα — επιζήτηση — κοπρίτης — χιονόβροχο — εθιστικός — κλασσικίζω |
|||