|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρηματοκομιστής? — — αμμή — κακοστομαχιά — ξεψυχισμός — μικροσεισμοί — ρετιρέ — βύζαγμα — αντιμετωπίζω — δεκαεπταέτης — τσίκνισμα — εκπέμπω — αναπληρώτρια — τυχαίος — συνόδευση — πολύκλαυτος — ομογραφία — διαγουμισμένος — ξεμπουκάρισμα — καταλυτής — εβδομηνταριά — πεντάχορδος — κλασσέρ |
|||