|
το морковь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морковь? — δαυκί как с (ново)греческого переводится слово δαυκί? — морковь — προμηθεύω — λαδέμπορας — αρχήθεν — ανυπομονησιά — αποκολλάω — προϋπάρχω — πτυσσόμενος — μικρομύτης — έκθυσις — αδιευκρίνητος — απαράλλακτα — σιλό — σύνταγμα — ηλεκτροτεχνίτης — νεοφερμένος — σμίγω — όντας — ποστομανής — λύκαινα — γούνη — πανερημιά |
|||