|
скупиться; быть скупым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скупиться? — τσιγγουνεύομαι как на (ново)греческом будет слово быть скупым? — τσιγγουνεύομαι как с (ново)греческого переводится слово τσιγγουνεύομαι? — скупиться, быть скупым — μόρος — αντιθεατρικός — αλλαξοφεγγαριά — αεριομηχανή — επιβλαβής — αλογινός — αμποριάζω — εναρμονίστρια — συννεφής — αιματολόγος — λουόμενος — φώλιασμα — ηλιοφωτόμετρο — καρμπυρατέρ — ξερά — βαμβακομηχανή — αλόξευτος — εκατοστόλιτρο — αναμπαμπούλα — αποτείχιση — Ιταλός |
|||